- γυναικοκατακτητής
- ο светский лез, любимец женщин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αζάπης — Λέξη αραβοτουρκικής προέλευσης, που στους Βυζαντινούς και Ιταλούς, τον 14ο 16ο αι., σήμαινε τους πειρατές. Στους Οθωμανούς είχε την έννοια των άτακτων αντρών που συνόδευαν τις τακτικές στρατιωτικές δυνάμεις και τους χρησιμοποιούσαν σε βοηθητικές… … Dictionary of Greek
Καζανόβα, Τζοβάνι Τζάκομο — (Giovanni Giacomo Casanova, Βενετία 1725 – Πύργος του Ντούχτσοφ, Βοημία 1798). Ιταλός συγγραφέας και τυχοδιώκτης. Γιος ηθοποιού, άρχισε να σπουδάζει στην ιερατική σχολή της Βενετίας, απ’ όπου τον απέβαλαν όμως εξαιτίας ενός σκανδάλου, αφού ήδη… … Dictionary of Greek